επιφημισμα

επιφημισμα
    ἐπιφήμισμα
    -ατος τό (зло)вещий возглас, пророчащее беду слово Thuc.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "επιφημισμα" в других словарях:

  • επιφήμισμα — ἐπιφήμισμα, τὸ (Α) [επιφημίζω] λέξη που προοιωνίζει κάτι, καλό ή κακό («ἀντὶ δ’ εὐχῆς καὶ παιάνων μεθ’ ὧν ἐξέπλεον πάλιν τούτων τοῑς ἐναντίοις ἐπιφημίσμασιν ἀφορμᾱσθαι», Θουκ.) …   Dictionary of Greek

  • ἐπιφήμισμα — word of ominous import neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιφημισμάτων — ἐπιφήμισμα word of ominous import neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιφημίσμασι — ἐπιφήμισμα word of ominous import neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιφημίσμασιν — ἐπιφήμισμα word of ominous import neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιφημίσματα — ἐπιφήμισμα word of ominous import neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»